κελαινεφεῖ

κελαινεφεῖ
κελαινεφής
black with clouds
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
κελαινεφής
black with clouds
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κελαινεφέι — κελαινεφέϊ , κελαινεφής black with clouds dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρονίων — Κρονίων, ωνος, ὁ (Α) ο γιος τού Κρόνου, ο Ζευς («ὅτ ἔφησθα κελαινεφέϊ Κρονίωνι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + πατρων. κατάλ. ίων (πρβλ. Αττικ ίων, Ουραν ίων)] …   Dictionary of Greek

  • πη — (I) Α (δωρ. επίρρ.) 1. κάπου, οπουδήποτε («αλλη πη», Επιγρ. Κυρ.) 2. σε πλάγια ερώτηση («ἴσατι πῆ ἐστι», Επιγρ. Επιζ. Λοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πο ]. (II) και ιων. τ. κη και δωρ. τ. πα Α Α (εγκλιτ. μόριο) Ι. (τροπ.) 1. κατά κάποιο τρόπο, τρόπον… …   Dictionary of Greek

  • κελαινεφέ' — κελαινεφέα , κελαινεφής black with clouds neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κελαινεφέα , κελαινεφής black with clouds masc/fem acc sg (epic ionic) κελαινεφέϊ , κελαινεφής black with clouds dat sg (epic) κελαινεφέε , κελαινεφής black with clouds… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”